- προστέθηκα
- προστίθημιput toperf ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προστεθήκασι — προστεθήκᾱσι , προστίθημι put to perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστεθήκασιν — προστεθήκᾱσιν , προστίθημι put to perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστίθεμαι — προστίθεμαι, προστέθηκα βλ. πίν. 138 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προσθέτω — πρόσθεσα και προσέθεσα, προστέθηκα, προσθεμένος και προστεθειμένος 1. ενώνω κάτι με άλλο, βάζω κι άλλο: Προσθέστε ακόμη δυο θρανία στην αίθουσα. 2. εκτελώ την αριθμητική πράξη της πρόσθεσης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)